- θειουρία
- Διαμίδιο του θειοανθρακικού οξέος, με τύπο H2N-CS-NH2, που προκύπτει από την ουρία με αντικατάσταση του οξυγόνου από θείο. Βρίσκεται με τη μορφή λευκών κρυστάλλων, που έχουν σημείο τήξης 180-182°C, πικρή γεύση και είναι μέτρια διαλυτοί στο νερό και στη μεθυλική αλκοόλη, αλλά είναι ευδιάλυτοι σε διάλυμα 50% πυριδίνης στο νερό. Η θ. παρασκευάζεται από το θειοκυανικό αμμώνιο με θέρμανση ή με επίδραση υδροθείου σε κυαναμίδιο και κατά την υδρόλυσή της σχηματίζεται αμμωνία, υδρόθειο και διοξείδιο του άνθρακα.
* * *η1. (βιοχ.) οργανική ένωση ανάλογη με την ουρία, που περιέχει όμως θείο αντί για οξυγόνο2. (φαρμ.) παράγωγο τού θειοκαρβονικού οξέος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thiourea < thio- (πρβλ. θείο [ΙΙ]) + -ourea (πρβλ. ουρία)].
Dictionary of Greek. 2013.